ἀνθρωποφαγοῦσι

ἀνθρωποφαγοῦσι
ἀνθρωποφαγέω
eat human flesh
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
ἀνθρωποφαγέω
eat human flesh
pres ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοπείρας — μονοπείρας, ὁ (Α) (συν. για λύκο) αυτός που βγαίνει για κυνήγι μόνος και όχι σε αγέλη («ἀνθρωποφαγοῡσι δὲ οἱ μονοπεῑραι τῶν λύκων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πειρας (< πεῖρα «δοκιμή, δοκιμασία»), πρβλ. ιππο πείρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”